- φακελοποιός
- ο1. εργάτης που κατασκευάζει φακέλους.2. ιδιοκτήτης φακελοποιείου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φακελοποιός — και εσφ. γρφ. φακελλοποιός, ο, Ν αυτός που κατασκευάζει φακέλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκελος + ποιός*. Η λ., στον πληθ. φακελλοποιοί, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
φακελοποιείο — και εσφ. γρφ. φακελλοποιείο, το, Ν εργοστάσιο κατασκευής φακέλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακελοποιός / φακελλοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. φακελλοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek